- σαπωνίνη
- η, Νσυν. στον πληθ. οι σαπωνίνες(βιοχ.-βοτ.) ονομασία χημικών ενώσεων, φυτικών γλυκοζιτών, που απαντούν σε διάφορα φυτά και ιδίως σε ορισμένα είδη τού γένους σαπωναρία, είναι διαλυτές στο νερό, χαρακτηρίζονται από ισχυρό αφρισμό τών υδατικών κολλοειδών διαλυμάτων τους κατά την ανατάραξη, από όπου και η ονομασία τους, και πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται για την παραγωγή στεροειδών ορμονών, στην βιομηχανία παρασκευής απορρυπαντικών, σαμπουάν, κρέμας ξυρίσματος, υγρών πυρόσβεσης κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saponine < λατ. sapo, -ōnis «σαπούνι» + κατάλ. -ine. Ο εν. σαπωνίνη μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.